- πουριτανικός
- -ή, -ό, Ν [πουριτανός]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πουριτανισμό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Χώθορν, Ναθάνιελ — (Hawthorne, Σάλεμ, Μασαχουσέτη 1804 – Πλύμουθ, Νιου Χαμσάιρ 1864). Αμερικανός συγγραφέας. Ορφανός από πατέρα, συνήθισε από μικρός στη μοναξιά και στην αυτοπαρατήρηση. Έπειτα από 4 χρόνια σπουδών στο Bowdoin College, όπου γνώρισε τον Φράνκλιν Πιρς … Dictionary of Greek